άσφαλος

άσφαλος
-η, -ο
άσφαλτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλός — bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλώς — ἀσφαλός bird masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • ἀσφαλῶν — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀσφαλός bird masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”